φυτό

φυτό
Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία φτάνουν την τελειότερη διάπλαση και οργάνωσή τους στα λεγόμενα φ. με άνθη (ανθόφυτα ή φανερόγαμα). Ωστόσο και μεταξύ των κρυπτόγαμων, τα φυλλόβρυα έχουν ήδη τη μορφή μικρών φ. Αν και τα ριζοειδή με τα οποία στερεώνονται στο έδαφος δεν είναι πραγματικές ρίζες, τα φυλλάριά τους δεν έχουν τη δομή αληθινών φύλλων και στον βλαστό τους μόλις αρχίζει να διαφοροποιείται ένα πρωτογενές ατελές αγωγό σύστημα. Πολλά πολυκύτταρα φύκη επίσης, μερικά από τα οποία είναι μικροσκοπικά και άλλα αρκετά μεγάλα, έχουν τη μορφή των φυτών. Ως προς την ικανότητα διατροφής, τα φ. ονομάζονται αυτότροφα όταν, χάρη στην παρουσία της χλωροφύλλης που απορροφά την ενέργεια του ηλιακού φωτός που ακτινοβολείται, είναι ικανά να αυξάνουν το σώμα τους, μετατρέποντας τις ανόργανες ουσίες του αέρα και του εδάφους σε οργανικές συνθέσεις. Από το άλλο μέρος υπάρχουν μερικά, τα οποία, αν και εφοδιασμένα με χλωροφύλλη, δέχονται μια ειδική προσαρμογή, συνήθως σχετική με τον περιορισμό του ριζικού συστήματος, και μπορούν να απορροφούν ζωικές οργανικές ουσίες, τις οποίες αφομοιώνουν με τη βοήθεια ειδικών ενζύμων (φ. σαρκοφάγα). Άλλα, τέλος, είναι ανίκανα για μια αυτόνομη ζωή (φ. ετερόφυτα) και ζουν σε βάρος άλλων ζωντανών οργανισμών (παράσιτα) ή αναπτύσσονται επάνω σε οργανικές ουσίες που βρίσκονται σε αποσύνθεση (σαπρόφυτα). Διαμέσου της αδιάκοπης αυτής εργασίας, τα φ. μεγαλώνουν, αναπτύσσουν τους βλαστούς τους και τους κλάδους τους, αναπτύσσουν τα φύλλα και επίσης, σε ορισμένες εποχές, άνθη που παράγουν καρπούς, συμπληρώνοντας έτσι τον βιολογικό τους κύκλο, ο οποίος εξαρτάται επίσης από το κλίμα. Υπάρχουν, πράγματι, φ. πολυετή, στα οποία επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο η έκπτυξη των οφθαλμών και των φύλλων, η ανθοφορία και η καρποφορία· άλλα, αντίθετα, μπορούν να ολοκληρώνουν τον κύκλο τους κατά τη διάρκεια ενός έτους (ετήσια) ή δύο (διετή) ή ακόμα μέσα σε δύο μόνο εβδομάδες, αφήνοντας στον σπόρο το καθήκον της επιβίωσης και της αναπαραγωγής του είδους (εφήμερα). Ως προς τη μορφή, τα φ. διακρίνονται σε ξυλώδη (π.χ. δέντρα), με βλαστό (κορμό) και κλάδους ξυλοποιημένους· θαμνώδη, χωρίς πραγματικό κορμό αλλά με κλάδους ξυλοποιημένους που βγαίνουν κατευθείαν από το έδαφος· φρυγανώδη, μερικώς μόνο ξυλοποιημένα και με τους βλαστούς συχνά καταπίπτοντες: φ. αναρριχώμενα, φ. ποώδη κλπ. Διακρίνονται ακόμα τα φ. σε: καλλιεργούμενα, άγρια, τυπικά του αστικού περιβάλλοντος (φ. των τοίχων, των ερειπίων), άλλα που χρησιμοποιούνται ως φάρμακα στην ιατρική (φαρμακευτικά) και ως πηγές τοξικών ουσιών (δηλητηριώδη), που ζουν σε ξηρά περιβάλλοντα (ξηρόφυτα) ή προτιμούν μια ποσότητα νερού που ποικίλλει (υδρόφυτα ή υγρόφυτα, υδροχαρή), θερμόφιλα των θερμών εποχών, ψυχρόφιλα των περιοχών που είναι για πολύ χρόνο παγωμένες, κρυπτόφιλα των σπηλαίων κ.ά. Ανέπτυξαν δηλαδή όλες τις ειδικές ικανότητές τους για προσαρμογή κατ’ ακολουθίαν αντίστοιχων φυσικών οικολογικών χαρακτηριστικών. Αξιοπερίεργα φαινόμενα προσαρμοστικότητας στις διαδοχικές συνθήκες περισσότερου ή λιγότερου ηλιακού φωτός παρουσιάζουν ορισμένα ποώδη είδη, που λέγονται φ. πυξίδες. Ένα αρκετά κοινό και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άγριο μαρούλι (λακτούκη η πριονόφυλλη), που αυτοφύεται σε ακαλλιέργητους αγρούς, κατά μήκος των δρόμων κλπ. παντού στην Ελλάδα. Τα ελάσματα των φύλλων του παίρνουν κατεύθυνση παράλληλη προς την κατεύθυνση των ηλιακών ακτίνων κατά τις θερμότερες ώρες της ημέρας, ενώ κατά τις πιο δροσερές, το πρωί και το απόγευμα, παίρνουν κατεύθυνση κάθετη προς αυτές. Αυτό έχει ως σκοπό την αποφυγή της υπερβολικής έκθεσης των φύλλων στο έντονο ηλιακό φως και κατά συνέπεια την αποφυγή της υπερβολικής διαπνοής.
* * *
το / φυτόν, ΝΜΑ
1. καθετί που φυτρώνει, που βλαστάνει από το έδαφος, λ.χ. πόα, θάμνος ή δένδρο
2. φρ. «Περί φυτών» — τίτλος συγγράμματος τού Αριστοτέλους, το οποίο έχει χαθεί
νεοελλ.
1. βιολ. ζωντανός οργανισμός που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του, πρώτο, φωτοσυνθετικό τρόπο θρέψης, δεύτερο ένα πρότυπο απεριόριστης, ουσιαστικά, αύξησης κατά το οποίο εμβρυώδεις ιστοί, γνωστοί ως μεριστώματα, παραμένουν ενεργοί σε όλη τη διάρκεια τής ζωής τού ατόμου, τρίτο, κύτταρα περιβαλλόμενα από στερεό περίβλημα και, λιγότερο ή περισσότερο, άκαμπτα, τέταρτο, έλλειψη οργάνων κίνησης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να μετακινηθεί και, τέλος, απουσία αισθητήριου και νευρικού συστήματος (α. «βιομηχανικά φυτά» β. «φαρμακευτικά φυτά»)
2. μτφ. α) ανόητος άνθρωπος
β) άτομο τού οποίου ο οργανισμός έχει υποστεί σοβαρότατες βλάβες και έχει χάσει οριστικά την ικανότητα μετακίνησης και επικοινωνίας με το περιβάλλον
3. φρ. α) «αρωματικά φυτά»
(γεωπ.) φυτά από τα οποία λαμβάνονται αρωματικά αιθέρια έλαια
β) «βιομηχανικά φυτά»
(γεωπ.) φυτά τών οποίων ο κορμός, τα άνθη ή τα σπέρματα και ο καρπός τους χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη σε διαφόρους βιομηχανικούς κλάδους, όπως είναι το βαμβάκι, το ζαχαρότευτλο, ο ηλίανθος, ο καπνός, το λινάρι κ.ά.
γ) «φαρμακευτικά φυτά»
(γεωπ.) βλ. φαρμακευτικός, δ) «φυτά μεγάλης καλλιέργειας»
(γεωπ.) ετήσια φυτά, ή φυτά που καλλιεργούνται ως ετήσια, τών οποίων η καλλιέργεια καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις, όπως είναι τα σιτηρά, το βαμβάκι, ο καπνός, το ζαχαρότευτλο κ.ά.
μσν.
το φυτό κυνόγλωσσο
αρχ.
1. μόσχευμα, παραφυάδα
2. (σχετικά με το σώμα) εξοίδημα
3. (στους Αττικούς ποιητές) έμψυχο ον, πλάσμα
4. απόγονος, τέκνο
5. φρ. «οὐράνιον φυτὸν» — ο άνθρωπος (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. φυτός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυτό — το 1. ό,τι βλασταίνει από το χώμα, καθετί που φυτρώνει στο έδαφος, στο οποίο είναι ριζωμένο (ιδίως πόα, θάμνος, δέντρο), ένας από τους δύο τύπους με τους οποίους εμφανίζεται η ζωή. 2. (βοτ.), οργανισμός που παίρνει την ανόργανη τροφή του από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοπατάτα — Φυτό με την επιστημονική ονομασία ιπομοία (ipomoea).Ανήκει στην οικογένεια των κομβολβουλιδών. Το φυτό αυτό είναι πιθανόν αμερικανικής καταγωγής και καλλιεργείται σε πολλές θερμές περιοχές για τους χονδρούς, μακρόστενους και εδώδιμους κονδύλους… …   Dictionary of Greek

  • χρυσάνθεμο — Φυτό του γένους χρυσάνθεμο (οικογένεια σύνθετων ή κομποζιτών, δικοτυλήδονα) που κατάγονται από την Ιαπωνία (είναι το εθνικό της άνθος) και την Κίνα και καλλιεργούνται για διακοσμητικούς σκοπούς. Συνήθως με τη λέξη χ. εννοούνται τα υβρίδια των… …   Dictionary of Greek

  • ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… …   Dictionary of Greek

  • αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …   Dictionary of Greek

  • αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α …   Dictionary of Greek

  • αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… …   Dictionary of Greek

  • δεντρολίβανο — Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Είναι αειθαλής, φρυγανώδης θάμνος, πολύκλαδος και πυκνόφυλλος, με μικρά, γραμμοειδή φύλλα και περιτυλιγμένα χείλη, πράσινα στην πάνω πλευρά και… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοκράμβη — Φυτό ποώδες της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται ειδικά στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη καθώς και στην Ανατολή (Ινδία και Κίνα). Χρησιμοποιείται είτε ως ζωοτροφή είτε για παραγωγή σπερμάτων, από τα οποία εξάγεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”